- αρτύω
- (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω)καρυκεύω το φαγητόνεοελλ.δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμοαρχ.1. ετοιμάζω, τακτοποιώ2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία3. κληροδοτώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρτύω πιθ. < αρτύς «σύνταξις» (Ησύχ.) (πρβλ. αχλύς -αχλύω, πληθύς -πληθύω) Ο τ. αρτύς πιθ. < (ρίζα) αρ- (του ρ. αραρίσκω) + (επίθημα) -tu-, συνδέεται δε μορφολογικά με αρμεν. αrd (γεν. ardu) «τάξη, σειρά», αρχ. ινδ ŗtu- «ορισμένος χρόνος, σειρά», αβεστ. ratu- «δικαστής, χρονική περίοδος», λατ. artus (-us) «άρθρωση, μέλος». Ο τ. αρτύνω < αρτύω, με παρέκταση σε ν- (πρβλ. δύω - δύνω), ενώ ο νεοελλ. τ. αρταίνω προέρχεται από μεταπλασμό του ρ. αρτύνω (πρβλ. απαλύνω -απαλαίνω, βαθύνω -βαθαίνω, βαρύνω -βαραίνω, σκληρύνω -σκληραίνω κ.ά.). Επίσης, ο μεν τ. αρτεύω είναι μεταπλασμένος τ. του αρτύνω, ο δε τ. αρτύζω προήλθε υποχωρητικά από τον αόρ. του αρτύω (κατά το ήλπισα -ελπίζω κ.τ.ό. και ήρτυσα -αρτύζω). Το ρ. αρτύω χρησιμοποιείται στον Όμηρο με σημασία «τακτοποιώ», ενώ στην αττική διάλεκτο απαντά συνήθως σύνθετο με τα προ-ρηματικά εξ- και κατά- και σημαίνει «καρυκεύω», σε άλλες δε διαλέκτους (Κρητική, Αρκαδική) αποκτά τη σημασία «διοικώ, διαχειρίζομαι». Τέλος, το ρ. αρτύνω είναι επικός τ. γνωστός μόνο από τον Όμηρο, όπου χρησιμοποιείται συνήθως με την έννοια «ετοιμάζω, τακτοποιώ».ΠΑΡ. άρτυμααρχ.αρτύνας, άρτυνος, αρτυσία, άρτυσιςνεοελλ.αρτυμή.ΣΥΝΘ. εξαρτύωαρχ.επαρτύω, καταρτύω, προαρτύω, συναρτύω(αρχ.- μσν.) διαρτύω, οψαρτύω, παραρτύω].
Dictionary of Greek. 2013.